τρία παλληκάρια χθες
την ώρα πούπεφτε βαρύ σκοτάδι
σ' ένα ακρογιάλι ανάψανε φωτιά
και κάθισαν τριγύρω να κοιτάνε
πότε τις φλόγες
πότε με κρυφές ματιές ο ένας τον άλλο
σαν κάτι να περίμεναν
σε λίγο φτάσαν άλλοι δυό
και άλλοι κι άλλοι
φέρνανε ξύλα ρίχναν στο σωρό
ώσπου έγινε πυρά μεγάλη
όλο ερχόντουσαν και άλλοι κι άλλοι
σαν τις πυγολαμπίδες που έλκονται απ' το φως
αλλά παράξενο η ησυχία ήταν μεγάλη
ξάφνου ακούγεται το κλάμα μιάς γριάς
αρχίνησε το μοιρολόι
απ' την αντίθετη μεριά
κάποιος ξεκίνησε τραγούδι της χαράς
ένα κλαρίνο απ' αλλού βαράει τσάμικο
από μια τσέπη βγαίνει ένας μπαγλαμάς
στο βάθος κάποιοι κουβαλάνε ένα πιάνο με ουρά
το στανιό μου πως βρέθηκε σ' αυτήν την ερημιά
όπως καταλαβαίνετε έγινε αχταρμάς
χιλιάδες όργανα χιλιάδες οι φωνές
και ο καθένας το δικό του το σκοπό
μα ήρθαν όλα κι έσμιξαν σιγά σιγά
σε μια τέτοια μελωδία που δε ματάκουσαν ανθρώπινα αυτιά
συνέχισε έτσι ως την αυγή
ώσπου έσβησε η φωτιά
σηκώθηκε ένας πρώτος
κοίταξε γύρω
κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γειά
κι ύστερα κι άλλοι κι άλλοι
απόμειναν τρία παλληκάρια μοναχά
να κοιτούν πότε τις στάχτες
πότε ο ένας τον άλλον
λες και δεν γνωρίζονταν πια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου