άντε σε μια βάρκα μπήκα
στη σπηλιά του δράκου βγήκα
βλέπω τρεις αγγέλους χάμω
και το διάβολο από πάνω
με κοιτάνε και γελούνε
και γλυκά μου τραγουδούνε
τα ανθρώπινα τα λάθη
είναι των αγγέλων πάθη
του διαβόλου κοινωνία
του θεού η αμαρτία
έλα κάτσε εδώ κοντά
τον εσφάξαμε το δράκο
να τον φάμ' μπουκιά μπουκιά
κι εξεκίνησε το γλέντι
άνθρωποι άγγελοι διαβόλοι
κι ο θεός από κοντά
τα ανθρώπινα τα λάθη
είναι των αγγέλων πάθη
του διαβόλου κοινωνία
του θεού η αμαρτία
Πέμπτη 27 Μαΐου 2010
σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα
κάλλιο ενός βαρβάρου η σπάθα
να μούκοβε σύριζα τη γκλάβα
παρά κουμπάρος σοσιαλιστής βαμπίρ
να μου ρουφάει το αίμα στάλα στάλα
και να μου τραγουδάει για το καλό σου
κοίτα είναι νεκρός ο διπλανός σου
να μούκοβε σύριζα τη γκλάβα
παρά κουμπάρος σοσιαλιστής βαμπίρ
να μου ρουφάει το αίμα στάλα στάλα
και να μου τραγουδάει για το καλό σου
κοίτα είναι νεκρός ο διπλανός σου
ακροβασία
θα έρθει και για σε η στιγμή
που θα σου ζητηθεί
σ' ένα λεπτό σκοινί να ισορροπήσεις
τη γνώση τους ως συμβουλή
όλοι οι σοφοί του κόσμου θα προσφέρουν
κοντάρι ή ομπρέλα αν θα κρατήσεις
αλλά κανείς δε θα σου πει
πως το σκοινί είναι γρασαρισμένο
ήρθε η ώρα σου
μη φοβηθείς
ν' ανοίξεις τα φτερά
που σούδωσε η γριά μαμή
σαν σε απίθωνε στης μάνας σου την αγκαλιά
πέτα
πέταξε ψηλά
μόνο μη φοβηθείς
δεν είναι από κερί αυτά
που θα σου ζητηθεί
σ' ένα λεπτό σκοινί να ισορροπήσεις
τη γνώση τους ως συμβουλή
όλοι οι σοφοί του κόσμου θα προσφέρουν
κοντάρι ή ομπρέλα αν θα κρατήσεις
αλλά κανείς δε θα σου πει
πως το σκοινί είναι γρασαρισμένο
ήρθε η ώρα σου
μη φοβηθείς
ν' ανοίξεις τα φτερά
που σούδωσε η γριά μαμή
σαν σε απίθωνε στης μάνας σου την αγκαλιά
πέτα
πέταξε ψηλά
μόνο μη φοβηθείς
δεν είναι από κερί αυτά
Τρίτη 25 Μαΐου 2010
στην οδό αθηνάς
εσύ που έμαθες
να κοιτάς ψηλά
θα είδες
τα μώβ λουλούδια
κρέμονται από γυμνά κλαδιά
κρύβουν την ακρόπολη
αυτή την εποχή του χρόνου
στην οδό αθηνάς
να κοιτάς ψηλά
θα είδες
τα μώβ λουλούδια
κρέμονται από γυμνά κλαδιά
κρύβουν την ακρόπολη
αυτή την εποχή του χρόνου
στην οδό αθηνάς
Σάββατο 22 Μαΐου 2010
Παρασκευή 21 Μαΐου 2010
έχει ο θεός
ζητιάνεψα
μια χούφτα στάρι
λίγο λάδι
νερό καθάριο
αέρα ν' ανασάνω
όλοι μου έλεγαν
έχει ο θεός
ξημέρωμα με μάζεψε το κάρο
κι αναρωτιόμουνα
μες σε σωρό πτωμάτων
θα έχει κάτι
εκεί που πάω
για να φάω;
μια χούφτα στάρι
λίγο λάδι
νερό καθάριο
αέρα ν' ανασάνω
όλοι μου έλεγαν
έχει ο θεός
ξημέρωμα με μάζεψε το κάρο
κι αναρωτιόμουνα
μες σε σωρό πτωμάτων
θα έχει κάτι
εκεί που πάω
για να φάω;
Τρίτη 18 Μαΐου 2010
βαρέθηκα κι εγώ νικόλα
βαρέθηκα τα μπαρ και τα πορνεία
θέλω να βγω πάλι έξω στην πλατεία
στην παιδική χαρά να παίξω
αν τη χαλάσανε δε θα τ' αντέξω
να κάνω γύρω γύρω όλοι
και στην τραμπάλα
να σηκώσω όλη την πόλη
με παιδικά τραγούδια και φωνές
να το φωνάξω φτάνει μάνα μου το χτες
ένα μουρμούρη μπαγλαμά να σπάσω
και ύστερα να ξαποστάσω
κουράστηκα με όλη αυτή τη φασαρία
ξαναγυρνώ μέσα στα μπαρ και τα πορνεία
αποζητώ την ησυχία
δώσε μου πάλι πίσω τα βιβλία
θέλω να βγω πάλι έξω στην πλατεία
στην παιδική χαρά να παίξω
αν τη χαλάσανε δε θα τ' αντέξω
να κάνω γύρω γύρω όλοι
και στην τραμπάλα
να σηκώσω όλη την πόλη
με παιδικά τραγούδια και φωνές
να το φωνάξω φτάνει μάνα μου το χτες
ένα μουρμούρη μπαγλαμά να σπάσω
και ύστερα να ξαποστάσω
κουράστηκα με όλη αυτή τη φασαρία
ξαναγυρνώ μέσα στα μπαρ και τα πορνεία
αποζητώ την ησυχία
δώσε μου πάλι πίσω τα βιβλία
η πεταλούδα
- Πεταλούδα, πεταλουδίτσα
που πας αμέριμνη;
- Πάω στη φίλη μου τη βάρκα
για να με βοηθήσει να πάω
στο δάσος και να μη χαθώ.
Θέλω να γνωρίσω τον τρυποκάρυδο.
Θέλω να γνωρίσω τον ήλιο
για να με ζεστάνει ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ!
κι ο αέρας να με φυλάει γλυκά,
είμαι πεταλούδα, είμαι πεταλουδίτσα
ταξιδεύω πάνω από την θάλασσα,
μ’ αρέσουν πολύ οι αστερίες
κι οι αχινοί!
σταυρίνα γ' δημοτικού 2010
που πας αμέριμνη;
- Πάω στη φίλη μου τη βάρκα
για να με βοηθήσει να πάω
στο δάσος και να μη χαθώ.
Θέλω να γνωρίσω τον τρυποκάρυδο.
Θέλω να γνωρίσω τον ήλιο
για να με ζεστάνει ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ!
κι ο αέρας να με φυλάει γλυκά,
είμαι πεταλούδα, είμαι πεταλουδίτσα
ταξιδεύω πάνω από την θάλασσα,
μ’ αρέσουν πολύ οι αστερίες
κι οι αχινοί!
σταυρίνα γ' δημοτικού 2010
Σάββατο 15 Μαΐου 2010
βιογραφικό
επήγα στα καλύτερα σχολεία
η λαχαναγορά του ρέντη ένα απ'αυτά
πίσω από σωρούς καφάσια
να κοιτώ γύρω από τη φωτιά
τους αχθοφόρους του πόνου
να παίζουν το μεροκάματο
σε μια ζαριά
κρεατέμποροι με γούνες και χρυσαφικά
να πιάνουνε ο ένας τον κόλο του άλλου
γαμοσταυρίζοντας τα θεία
ενώ ο ιερέας έκανε παράκληση
στην παναγιά για πιο πολλά λεφτά
ένας αιγυπτιώτης εργάτης
ένα κι εξήντα και στα κιλά λειψός
ισορροπεί στον ώμο
ένα μπροστινό γερμανικό
βαρύ όσο τρεις φορές ο ίδιος
ανοίγει δρόμο
στους γλυστερούς διαδρόμους
ανάμεσα σε χασάπηδες εμπόρους
φορτηγατζήδες τελωνειακούς
αστυκτηνίατρους εκτελωνιστές αγορανομικούς
για να προλάβει αυτό το αδύναμο σώμα
να βγάλει όσο πιο πολλά μπορεί
δίπλα ένας γίγαντας μαύρος
παλεύει μ' ένα μπούτι μοσχαρίσιο
που δε λέει να του παραδοθεί
βαρύς γλυκός ο ελληνικός
στη χόβολη ψημένος
καίει τα χείλη
ο άσσος σκέτος μαγκιά εφηβική
είναι παρελθόν
σαν τη μπαρμπουτιέρα που παραδόθηκε
στο ληστή με τόνα χέρι
στης βαρβακείου τα χασάπικα
έκανα μεταπτυχιακό
θυμάμαι ακόμα στον καύσωνα
τα κρέατα να ψήνονται στον πάγκο
κι εγώ ν' ακούω την πενιά του μάρκου
μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι
χαμογελώντας στη ζωή πούχα μπροστά
ραντισμένος με άρωμα σάπιων κρεάτων
τώρα
ξαναγυρνώ ξημέρωμα μεθυσμένος
με φίλους για πατσά
τους ενοχλεί πάντα αυτή η μυρωδιά
μα εγώ μυρίζω εργάτη ευωδιά
νοσταλγώ τον άσσο σκέτο
το έξι πέντε στη ζαριά
και τη ζωή που ξόδεψα έτσι στο πουθενά
η λαχαναγορά του ρέντη ένα απ'αυτά
πίσω από σωρούς καφάσια
να κοιτώ γύρω από τη φωτιά
τους αχθοφόρους του πόνου
να παίζουν το μεροκάματο
σε μια ζαριά
κρεατέμποροι με γούνες και χρυσαφικά
να πιάνουνε ο ένας τον κόλο του άλλου
γαμοσταυρίζοντας τα θεία
ενώ ο ιερέας έκανε παράκληση
στην παναγιά για πιο πολλά λεφτά
ένας αιγυπτιώτης εργάτης
ένα κι εξήντα και στα κιλά λειψός
ισορροπεί στον ώμο
ένα μπροστινό γερμανικό
βαρύ όσο τρεις φορές ο ίδιος
ανοίγει δρόμο
στους γλυστερούς διαδρόμους
ανάμεσα σε χασάπηδες εμπόρους
φορτηγατζήδες τελωνειακούς
αστυκτηνίατρους εκτελωνιστές αγορανομικούς
για να προλάβει αυτό το αδύναμο σώμα
να βγάλει όσο πιο πολλά μπορεί
δίπλα ένας γίγαντας μαύρος
παλεύει μ' ένα μπούτι μοσχαρίσιο
που δε λέει να του παραδοθεί
βαρύς γλυκός ο ελληνικός
στη χόβολη ψημένος
καίει τα χείλη
ο άσσος σκέτος μαγκιά εφηβική
είναι παρελθόν
σαν τη μπαρμπουτιέρα που παραδόθηκε
στο ληστή με τόνα χέρι
στης βαρβακείου τα χασάπικα
έκανα μεταπτυχιακό
θυμάμαι ακόμα στον καύσωνα
τα κρέατα να ψήνονται στον πάγκο
κι εγώ ν' ακούω την πενιά του μάρκου
μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι
χαμογελώντας στη ζωή πούχα μπροστά
ραντισμένος με άρωμα σάπιων κρεάτων
τώρα
ξαναγυρνώ ξημέρωμα μεθυσμένος
με φίλους για πατσά
τους ενοχλεί πάντα αυτή η μυρωδιά
μα εγώ μυρίζω εργάτη ευωδιά
νοσταλγώ τον άσσο σκέτο
το έξι πέντε στη ζαριά
και τη ζωή που ξόδεψα έτσι στο πουθενά
Πέμπτη 13 Μαΐου 2010
Τετάρτη 12 Μαΐου 2010
απλήρωτοι λογαριασμοί
σήμερα μου κόψαν το νερό
άφωνο είδωλο
μπρος τα μάτια του παιδιού
που φώναζαν διψώ
εχθές μου κόψαν τη φωνή
γιατί δεν πλήρωσα το
δικαίωμα δια να ομιλώ
αύριο θα μου κόψουν τον αέρα
λήξη προθεσμίας
απλήρωτου λογαριασμού
μα έχω ως δικαιολογία
επιθανάτιου ρόγχου
την κραυγή
άντε ρε γαμηθείτε
άφωνο είδωλο
μπρος τα μάτια του παιδιού
που φώναζαν διψώ
εχθές μου κόψαν τη φωνή
γιατί δεν πλήρωσα το
δικαίωμα δια να ομιλώ
αύριο θα μου κόψουν τον αέρα
λήξη προθεσμίας
απλήρωτου λογαριασμού
μα έχω ως δικαιολογία
επιθανάτιου ρόγχου
την κραυγή
άντε ρε γαμηθείτε
Σάββατο 8 Μαΐου 2010
αξίωμα
είπε αξιωματικά
δύο ευθείες παράλληλες
δεν τέμνονται ποτέ
βασίστηκε σαυτό μιά θεωρία
και πρακτική
που προσκυνάμε σα θρησκεία
τον ίδιο σα θεό
κι ένας δεν τόλμησε
το δρόμο ευθεία να πάρει
να δει αν σμίγουν οι άκρες του
στο μέλλον
ή έστω και στο παρελθόν
γιατί ένα αξίωμα
είναι η μόνη αλήθεια
για όλους εμάς που είμαστε πιστοί
και εθελοτυφλούμε
πως είναι απλώς μία παραδοχή
χωρίς αρχιτεκτονική προοπτική
δύο ευθείες παράλληλες
δεν τέμνονται ποτέ
βασίστηκε σαυτό μιά θεωρία
και πρακτική
που προσκυνάμε σα θρησκεία
τον ίδιο σα θεό
κι ένας δεν τόλμησε
το δρόμο ευθεία να πάρει
να δει αν σμίγουν οι άκρες του
στο μέλλον
ή έστω και στο παρελθόν
γιατί ένα αξίωμα
είναι η μόνη αλήθεια
για όλους εμάς που είμαστε πιστοί
και εθελοτυφλούμε
πως είναι απλώς μία παραδοχή
χωρίς αρχιτεκτονική προοπτική
Τετάρτη 5 Μαΐου 2010
μια βραδιά σαν όλες τις άλλες
τρία παλληκάρια χθες
την ώρα πούπεφτε βαρύ σκοτάδι
σ' ένα ακρογιάλι ανάψανε φωτιά
και κάθισαν τριγύρω να κοιτάνε
πότε τις φλόγες
πότε με κρυφές ματιές ο ένας τον άλλο
σαν κάτι να περίμεναν
σε λίγο φτάσαν άλλοι δυό
και άλλοι κι άλλοι
φέρνανε ξύλα ρίχναν στο σωρό
ώσπου έγινε πυρά μεγάλη
όλο ερχόντουσαν και άλλοι κι άλλοι
σαν τις πυγολαμπίδες που έλκονται απ' το φως
αλλά παράξενο η ησυχία ήταν μεγάλη
ξάφνου ακούγεται το κλάμα μιάς γριάς
αρχίνησε το μοιρολόι
απ' την αντίθετη μεριά
κάποιος ξεκίνησε τραγούδι της χαράς
ένα κλαρίνο απ' αλλού βαράει τσάμικο
από μια τσέπη βγαίνει ένας μπαγλαμάς
στο βάθος κάποιοι κουβαλάνε ένα πιάνο με ουρά
το στανιό μου πως βρέθηκε σ' αυτήν την ερημιά
όπως καταλαβαίνετε έγινε αχταρμάς
χιλιάδες όργανα χιλιάδες οι φωνές
και ο καθένας το δικό του το σκοπό
μα ήρθαν όλα κι έσμιξαν σιγά σιγά
σε μια τέτοια μελωδία που δε ματάκουσαν ανθρώπινα αυτιά
συνέχισε έτσι ως την αυγή
ώσπου έσβησε η φωτιά
σηκώθηκε ένας πρώτος
κοίταξε γύρω
κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γειά
κι ύστερα κι άλλοι κι άλλοι
απόμειναν τρία παλληκάρια μοναχά
να κοιτούν πότε τις στάχτες
πότε ο ένας τον άλλον
λες και δεν γνωρίζονταν πια
την ώρα πούπεφτε βαρύ σκοτάδι
σ' ένα ακρογιάλι ανάψανε φωτιά
και κάθισαν τριγύρω να κοιτάνε
πότε τις φλόγες
πότε με κρυφές ματιές ο ένας τον άλλο
σαν κάτι να περίμεναν
σε λίγο φτάσαν άλλοι δυό
και άλλοι κι άλλοι
φέρνανε ξύλα ρίχναν στο σωρό
ώσπου έγινε πυρά μεγάλη
όλο ερχόντουσαν και άλλοι κι άλλοι
σαν τις πυγολαμπίδες που έλκονται απ' το φως
αλλά παράξενο η ησυχία ήταν μεγάλη
ξάφνου ακούγεται το κλάμα μιάς γριάς
αρχίνησε το μοιρολόι
απ' την αντίθετη μεριά
κάποιος ξεκίνησε τραγούδι της χαράς
ένα κλαρίνο απ' αλλού βαράει τσάμικο
από μια τσέπη βγαίνει ένας μπαγλαμάς
στο βάθος κάποιοι κουβαλάνε ένα πιάνο με ουρά
το στανιό μου πως βρέθηκε σ' αυτήν την ερημιά
όπως καταλαβαίνετε έγινε αχταρμάς
χιλιάδες όργανα χιλιάδες οι φωνές
και ο καθένας το δικό του το σκοπό
μα ήρθαν όλα κι έσμιξαν σιγά σιγά
σε μια τέτοια μελωδία που δε ματάκουσαν ανθρώπινα αυτιά
συνέχισε έτσι ως την αυγή
ώσπου έσβησε η φωτιά
σηκώθηκε ένας πρώτος
κοίταξε γύρω
κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γειά
κι ύστερα κι άλλοι κι άλλοι
απόμειναν τρία παλληκάρια μοναχά
να κοιτούν πότε τις στάχτες
πότε ο ένας τον άλλον
λες και δεν γνωρίζονταν πια
Τρίτη 4 Μαΐου 2010
άναψε πράσινο
εγώ ένας ταξιτζής
θάθελα όλους
μένα αγώγι να σας κλέψω
σε έναν τόπο μακρινό
να μην υπάρχουμε
σε ένα γκρεμισμένο χάνι
δίπλα στην ποταμιά
χάρτινο καραβάκι στο νερό
η γνώση που άκοπα
έχουμε μεταλάβει
σιγορουφώντας το παλιό κρασί
το νήμα απ' την αρχή
να πάρουμε
ακούγοντας γεροδιδάσκαλους
με ροζιασμένα χέρια
βλέμμα θολό από τον ήλιο
που κοίταξαν κατάματα
ρυτιδιασμένα πρόσωπα
σκαμένα με τ' αλέτρι
να λένε ιστορίες
για νεράιδες ξωτικά
για τους παλιούς θεούς
και την ιδέα του αγώνα
θάθελα όλους
μένα αγώγι να σας κλέψω
σε έναν τόπο μακρινό
να μην υπάρχουμε
σε ένα γκρεμισμένο χάνι
δίπλα στην ποταμιά
χάρτινο καραβάκι στο νερό
η γνώση που άκοπα
έχουμε μεταλάβει
σιγορουφώντας το παλιό κρασί
το νήμα απ' την αρχή
να πάρουμε
ακούγοντας γεροδιδάσκαλους
με ροζιασμένα χέρια
βλέμμα θολό από τον ήλιο
που κοίταξαν κατάματα
ρυτιδιασμένα πρόσωπα
σκαμένα με τ' αλέτρι
να λένε ιστορίες
για νεράιδες ξωτικά
για τους παλιούς θεούς
και την ιδέα του αγώνα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)