καλοκαιράκι κουτρουβαλάει στην κατηφόρα
γυμνό ξυπόλητο
φέτα ψωμί με ζάχαρη κρατάει στα χέρια
ο πατέρας χάθηκε στα ξένα
η μάνα πλένει αναστενάζοντας
ασπρόρουχα στη στέρνα
λευκό περιστέρι φέρνει στο σπίτι ο παππούς
κοκκινισμένο από το αίμα
σιγά μην τόδει ο χωροφύλακας
έχει μια κόρη βόηθα παναγιά
και μια γυναίκα με καλή καρδιά
προσφυγοπούλα από την ιωνία
καλοκαιράκι ντάλα ο ήλιος
ολόγυρα καυτό καμίνι
σίδηρο ακατέργαστο ο νους
μα ο σιδεράς τεμπέλης
ξεπούλησε το αμόνι
και λέγει πως αναδουλειά
για τούτο φταίνε οι γύφτοι
αυτοί σταυρώσαν το χριστό
αυτοί εφτιάξαν τα καρφιά
α ρε γιαγιά που νάσαι πια
να μου ξηγήσεις γιατί να μεγαλώνεις
καλοκαιράκι με λίγη υπομονή
μετά από χειμώνες πάλι να περιμένεις
α ρε γιαγιά
σαν απ' το χώμα το απαλό
μετά από χρόνια σε ξεσκέπασα
δυο κοκαλάκια φυλαχτά
βρήκα και κράτησα
έτσι να σε βαστώ
μην και μου ξαναφύγεις
όλα τα άλλα είχανε λιώσει
α ρε γιαγιά που νάσαι πια
να μου ξηγήσεις
γιατί στο παραμύθι σου ποτέ δε μεγαλώνω
γιατί στο μοιρολόι σου
που τραγουδούσες εκείνο το απόγευμα
ο θάνατος δεν είναι εχθρός
μα της ζωής ο αιώνιος σύντροφος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου